- χαυνώνω
- gevşetmek, mayıştırmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… … Dictionary of Greek
χαυνώνω — χαύνωσα, χαυνώθηκα, χαυνωμένος 1. κάνω κάποιον χαύνο, αποχαυνώνω. 2. πέφτω σε αποχαύνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω … Dictionary of Greek